- ταραντινίζω
- Α [ταραντῑνος]1. (κυρίως) ιππεύω όπως οι Ταραντίνοι2. (γενικά) μιμούμαι τους Ταραντίνους3. είμαι με το μέρος τών Ταραντίνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταραντινίζειν — Ταραντινίζω ride like a Tarentine horseman pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)